- σωματοειδής
- σωματοειδήςbodilymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σωματοειδής — ές, ΜΑ 1. αυτός που έχει σωματική υπόσταση, υλικός («ἑκάστη ἡδονὴ καὶ λύπη προσηλοῑ... τὴν ψυχὴν... καὶ ποιεῑ σωματοειδῆ», Πλάτ.) 2. αυτός που έχει ή που προσλαμβάνει σωματική μορφή («σωματοειδὲς τὸ θεῑον ὑπολαμβάνουσιν», Αθανάσ.) αρχ. 1. (για… … Dictionary of Greek
σωματοειδῆ — σωματοειδής bodily neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σωματοειδής bodily masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σωματοειδής bodily masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματοειδέστερον — σωματοειδής bodily adverbial comp σωματοειδής bodily masc acc comp sg σωματοειδής bodily neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματοειδεστέρων — σωματοειδής bodily fem gen comp pl σωματοειδής bodily masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματοειδεῖ — σωματοειδής bodily masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) σωματοειδής bodily masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματοειδεῖς — σωματοειδής bodily masc/fem acc pl σωματοειδής bodily masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματοειδές — σωματοειδής bodily masc/fem voc sg σωματοειδής bodily neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματοειδέστατα — σωματοειδής bodily adverbial superl σωματοειδής bodily neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματοειδεστάτη — σωματοειδής bodily fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματοειδεστάτῃ — σωματοειδής bodily fem dat superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)